Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παζαρλίκι — το το παζάρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pazarlik] … Dictionary of Greek
παζαρλίκι — το (λ. τουρκ.), το παζάρεμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)